- ἐκπυράκτωσις
- ἐκπυράκτωσιςburningfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπυράκτωσις — ἐκπυράκτωσις, η (AM) πλήρης πυράκτωση … Dictionary of Greek